- σχετικοκρατία
- ηφιλοσοφικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σχετικοκρατία — η, Ν (φιλοσ.) γνωσιοθεωρητική άποψη η οποία υπερβάλλει τη σχετικότητα τής γνώσης αρνούμενη τον αντικειμενικό χαρακτήρα τής αλήθειας, αλλ. σχετικισμός ή ρελατιβισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχετικός + κρατία (< κράτης < κρατώ), απόδοση στην ελλ. τού… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
σχετικισμός — Λέγεται και σχετικοκρατία. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε αντιμετώπιση της πραγματικότητας (φυσικής, ιστορικής ή ηθικής) που αποκλείει την ύπαρξη απόλυτων αρχών ερμηνείας και συμπεριφοράς, που να ισχύουν δηλαδή σε κάθε τόπο και χρόνο.… … Dictionary of Greek
πολιτιστικός — ή, ό, Ν 1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του 2. ο πολιτισμικός 3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με … Dictionary of Greek
ρελατιβισμός — ο, Ν ο σχετικισμός, η σχετικοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. relativisme < υστερολατ. relativus «σχετικός» (< λατ. relatus < refero «αναφέρω») + κατάλ. isme (βλ. ισμός)] … Dictionary of Greek
σχετικότητα — η, Ν [σχετικός] 1. η ιδιότητα τού σχετικού, αυτού που υπάρχει υπό όρους, που είναι εξαρτημένο, που δεν είναι απόλυτο («η σχετικότητα τών ανθρώπινων γνώσεων») 2. φυσ. η ιδιότητα τών φυσικών μεγεθών να έχουν τιμές που εξαρτώνται από συγκεκριμένες… … Dictionary of Greek